ῥιζοφάγος

ῥιζοφάγος
ῥιζοφάγος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ριζοφάγος — ο / ῥιζοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει ρίζες νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα ριζοφάγα ζωολ. τα ζώα που τρέφονται με φυτικές ρίζες αρχ …   Dictionary of Greek

  • ῥιζοφάγοις — ῥιζόφαγος eating roots masc/fem/neut dat pl ῥιζοφάγος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγον — ῥιζοφάγος masc/fem acc sg ῥιζοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγους — ῥιζόφαγος eating roots masc/fem acc pl ῥιζοφάγος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγων — ῥιζόφαγος eating roots masc/fem/neut gen pl ῥιζοφάγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγα — ῥιζοφάγος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγοι — ῥιζοφάγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ριζοφαγώ — έω, Α [ῥιζοφάγος] τρώω ρίζες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”